Інстинктивний грецькою
Переклад: інстинктивний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ενστικτώδης, ενστικτωδώς, ενστικτώδη, ενστικτώδεις, ενστικτώδες, την ενστικτώδη
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: інстинктивний
інстинктивний характер поведінки птахів, інстинктивний мовний словник грецька, інстинктивний грецькою
Переклади
- інстинкт грецькою - ενστικτώδης, ένστικτο, το ένστικτο, ένστικτό, το ένστικτό, ενστίκτου
- інстинкти грецькою - επιβάλλω, θεσπίζω, ένστικτα, ένστικτά, ένστικτό, το ένστικτό, ένστικτο
- інститути грецькою - θεσμός, ίδρυμα, Ιδρύματα, Φορείς, όργανα, θεσμικά όργανα, Τα ιδρύματα
- інституцію грецькою - όργανο, πρωτοβουλία, ίδρυμα, φορέα, ιδρύματος, οργάνου
Випадкові слова
Інстинктивний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ενστικτώδης, ενστικτωδώς, ενστικτώδη, ενστικτώδεις, ενστικτώδες, την ενστικτώδη
Переклади: ενστικτώδης, ενστικτωδώς, ενστικτώδη, ενστικτώδεις, ενστικτώδες, την ενστικτώδη