Gjykoj në greqisht
Përkthim: gjykoj, Fjalor: shqip » greqisht
Gjuha burim:
shqip
Gjuha e synuar:
greqisht
Përkthime:
προσπαθώ, δικάζω, δοκιμάζω, κριτής, εκδικάζω, δικαστής, δικαστή, δικαστήριο, κριτή
Gjuhë të tjera
Fjalë të ngjashme: gjykoj
gjykoj fjalor gjuhësor greqisht, gjykoj në greqisht
Përkthime
- gjurmë në greqisht - υπόλειμμα, πατημασιά, ανακαλύπτω, ίχνος, ανιχνεύω, ίχνη, ίχνους, ...
- gjykatës në greqisht - δικάζω, κριτής, δικαστής, δικαστή, δικαστήριο, κριτή
- gjyq në greqisht - δικαστήριο, αυλή, ερωτοτροπώ, δίκη, δοκιμή, δίκης, δοκιμής, ...
- gjysh në greqisht - παππούς, παππούς και γιαγιά, παππού και γιαγιά, παππού, δευτέρου βαθμού ανιόντες
Fjalë të rastësishme
Gjykoj në greqisht - Fjalor: shqip » greqisht
Përkthime: προσπαθώ, δικάζω, δοκιμάζω, κριτής, εκδικάζω, δικαστής, δικαστή, δικαστήριο, κριτή
Përkthime: προσπαθώ, δικάζω, δοκιμάζω, κριτής, εκδικάζω, δικαστής, δικαστή, δικαστήριο, κριτή