Mjekoj në greqisht
Përkthim: mjekoj, Fjalor: shqip » greqisht
Gjuha burim:
shqip
Gjuha e synuar:
greqisht
Përkthime:
καπνίζω, αλατίζω, κερνώ, παστώνω, μεταχειρίζομαι, θεραπεύω, κέρασμα, φαρμακοποιώ, εμποτίστε, τους ιατρικές ουσίες, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη αλλά
Fjalë të ngjashme
Gjuhë të tjera
Fjalë të ngjashme: mjekoj
mjekoj fjalor gjuhësor greqisht, mjekoj në greqisht
Përkthime
- mjegull në greqisht - καταχνιά, πούσι, αχλή, ομίχλη, ομίχλης, ομίχλης που
- mjek në greqisht - γιατρός, ιατρός, γιατρό, το γιατρό, ο γιατρός, γιατρού
- mjekër në greqisht - γένι, πηγούνι, μούσι, το πηγούνι, σαγόνι, πηγουνιού, πιγούνι
- mjekësi në greqisht - ιατρική, φάρμακο, ιατρικής, το φάρμακο, φαρμάκου
Fjalë të rastësishme
Mjekoj në greqisht - Fjalor: shqip » greqisht
Përkthime: καπνίζω, αλατίζω, κερνώ, παστώνω, μεταχειρίζομαι, θεραπεύω, κέρασμα, φαρμακοποιώ, εμποτίστε, τους ιατρικές ουσίες, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη αλλά
Përkthime: καπνίζω, αλατίζω, κερνώ, παστώνω, μεταχειρίζομαι, θεραπεύω, κέρασμα, φαρμακοποιώ, εμποτίστε, τους ιατρικές ουσίες, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη αλλά