Stol në greqisht
Përkthim: stol, Fjalor: shqip » greqisht
Gjuha burim:
shqip
Gjuha e synuar:
greqisht
Përkthime:
έδρανο, σκαμνί, σκαμπό, πάγκος, έδρα, παγκάκι, πάγκο, πάγκου, κλίνη
Fjalë të ngjashme
Gjuhë të tjera
Fjalë të ngjashme: stol
styling long hair, stylist games, stol aircraft, stylish eve, stylish girl 3, stol fjalor gjuhësor greqisht, stol në greqisht
Përkthime
- stilolaps në greqisht - στυλό, μάντρα, πένα, συσκευή τύπου πένας, πένας, τύπου πένας
- stinë në greqisht - περίοδο, νοστιμίζω, περίοδος, εποχή, σαιζόν, σεζόν, περιόδου
- stoli në greqisht - στολισμός, γαρνιτούρες, τρίμματα, είδη ταινιοπλεκτικής, ταινιοπλεκτικής, κορδελοποιίας
- stomak në greqisht - στομάχι, στομάχου, του στομάχου, το στομάχι, στο στομάχι
Fjalë të rastësishme
Stol në greqisht - Fjalor: shqip » greqisht
Përkthime: έδρανο, σκαμνί, σκαμπό, πάγκος, έδρα, παγκάκι, πάγκο, πάγκου, κλίνη
Përkthime: έδρανο, σκαμνί, σκαμπό, πάγκος, έδρα, παγκάκι, πάγκο, πάγκου, κλίνη