Špinavý v řečtině
Překlad: špinavý, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
εννοώ, τσαπατσούλης, απεριποίητος, μουρνταριά, λερωμένος, σημαίνω, παραδόπιστος, βρώμικος, ατημέλητος, ακατάστατος, τσιγκούνης, βρόμικος, άθλιος, βρώμικο, βρώμικα, βρώμικη, βρώμικες
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: špinavý
špinavý antonyma, špinavý gramatika, špinavý křížovka, špinavý pravopis, špinavý pupík, špinavý jazykový slovník řečtina, špinavý v řečtině
Překlady
- špinavec v řečtině - τσιγκούνης, φιλάργυρος, τσιγγούνης, σπαγγοραμμένος
- špinavost v řečtině - ακαθαρσία, άδικη μεταχείριση, ακατέργαστη διαπραγμάτευση, Αιδεσιμότατος αντιμετώπισε άδικη μεταχείριση, χοντροκομμένη συμφωνία, μια χοντροκομμένη συμφωνία
- špindíra v řečtině - τσούλα, πόρνη, παλιοθήλυκο, τσουλί, πόρνη που
- špinit v řečtině - μουτζουρώνω, κηλιδώνω, απαίσιος, μουτζούρα, λεκιάζω, βρόμικος, ρυπαίνω, ...
Náhodná slova
Špinavý v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: εννοώ, τσαπατσούλης, απεριποίητος, μουρνταριά, λερωμένος, σημαίνω, παραδόπιστος, βρώμικος, ατημέλητος, ακατάστατος, τσιγκούνης, βρόμικος, άθλιος, βρώμικο, βρώμικα, βρώμικη, βρώμικες
Překlady: εννοώ, τσαπατσούλης, απεριποίητος, μουρνταριά, λερωμένος, σημαίνω, παραδόπιστος, βρώμικος, ατημέλητος, ακατάστατος, τσιγκούνης, βρόμικος, άθλιος, βρώμικο, βρώμικα, βρώμικη, βρώμικες