Dosáhnout v řečtině

Překlad: dosáhnout, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
διευθύνω, πινελιά, κατορθώνω, φτάνω, καταφέρω, φθάνω, επιτυγχάνω, πραγματοποιώ, καταφέρνω, αγγίζω, κερδίζω, αποκτώ, παίρνω, αντεπεξέρχομαι, νικώ, επιτύχει, επιτύχουν, επίτευξη, την επίτευξη, επιτευχθεί
Dosáhnout v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: dosáhnout

dosáhnout 5 umístění na stupních vítězů s našimi koňmi, dosáhnout antonyma, dosáhnout chovatelské rezervy končící na 77, dosáhnout cíle, dosáhnout gramatika, dosáhnout jazykový slovník řečtina, dosáhnout v řečtině

Překlady

  • dostřel v řečtině - διακυμαίνομαι, εμβέλεια, φάσμα, σειρά, εύρος, γκάμα
  • dosvědčit v řečtině - μαρτυρώ, πιστοποιώ, μαρτυρούν, καταθέσει, καταθέσουν, καταθέτουν, πιστοποιούν
  • dotace v řečtině - υποτροφία, επίδομα, επιχορήγηση, προικοδότηση, χορηγώ, επιχορηγώ, επιδότηση, ...
  • dotaz v řečtině - ερώτημα, απαίτηση, ερώτηση, έρευνα, εξέταση, απαιτώ, ζητώ, ...
Náhodná slova
Dosáhnout v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: διευθύνω, πινελιά, κατορθώνω, φτάνω, καταφέρω, φθάνω, επιτυγχάνω, πραγματοποιώ, καταφέρνω, αγγίζω, κερδίζω, αποκτώ, παίρνω, αντεπεξέρχομαι, νικώ, επιτύχει, επιτύχουν, επίτευξη, την επίτευξη, επιτευχθεί