Nakynout v řečtině
Překlad: nakynout, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ανατέλλω, αύξηση, ορθώνομαι, αυξάνομαι, προζύμι, φουσκώματος, διογκωτική, διογκωτικής, διογκωτικό
Jiné jazyky
Příbuzná slova: nakynout
nakynout antonyma, nakynout gramatika, nakynout křížovka, nakynout pravopis, nakynout synonymum, nakynout jazykový slovník řečtina, nakynout v řečtině
Překlady
- nakupit v řečtině - στοιβάδα, αποθησαυρίζω, κοπάδι, περισυλλέγω, αγέλη, μαζεύομαι, συσσωμάτωμα, ...
- nakupovat v řečtině - μαγαζί, αγοράζω, ψωνίζω, αγορά, προδίδω, αγοράσετε, αγοράσει, ...
- nakyslý v řečtině - υπόξινος, ξινή, ξινό, ξινά, κρέμα, όξινη
- nakázat v řečtině - λοιμός, λοιμό, επιδημία, λοιμού, θανατικόν
Náhodná slova
Nakynout v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ανατέλλω, αύξηση, ορθώνομαι, αυξάνομαι, προζύμι, φουσκώματος, διογκωτική, διογκωτικής, διογκωτικό
Překlady: ανατέλλω, αύξηση, ορθώνομαι, αυξάνομαι, προζύμι, φουσκώματος, διογκωτική, διογκωτικής, διογκωτικό