Odemknout v řečtině

Překlad: odemknout, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ανοίγω, εγκαινιάζω, ανοιχτός, ανοικτός, ξεκλειδώσετε, ξεκλείδωμα, να ξεκλειδώσετε, ξεκλειδώσει, ξεκλειδώσετε το
Odemknout v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: odemknout

odemknout antonyma, odemknout dokument word, odemknout excel bez hesla, odemknout gramatika, odemknout iphone, odemknout jazykový slovník řečtina, odemknout v řečtině

Překlady

  • odejmout v řečtině - αποσύρω, ξεκόβω, υπαναχωρώ., υπαναχωρώ, ακρωτηριάζω, αφαιρώ, πάρει, ...
  • odejít v řečtině - φεύγω, παρατάω, παραιτούμαι, αποσύρομαι, έξοδος, άδεια, φύγω, ...
  • odepnout v řečtině - ξεκουμπώνω, ξεκουμπώνω το, unbuckle
  • odepsat v řečtině - ανταπαντώ, αντίλογος, απαντώ, διαγραφή, διαγράψουν, διαγράψει, τη διαγραφή, ...
Náhodná slova
Odemknout v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ανοίγω, εγκαινιάζω, ανοιχτός, ανοικτός, ξεκλειδώσετε, ξεκλείδωμα, να ξεκλειδώσετε, ξεκλειδώσει, ξεκλειδώσετε το