Otvor v řečtině
Překlad: otvor, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
διαρροή, στόμα, διαρρέω, οφθαλμός, χασμουρητό, οπή, σχισμή, πρίζα, χασμουριέμαι, διέξοδος, τρύπα, στόμιο, υποδοχή, τρήμα, μάτι, δραπετεύω, άνοιγμα, ανοίγματος, το άνοιγμα, έναρξη, άνοιγμα της
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: otvor
otvor antonyma, otvor gramatika, otvor klový, otvor klíče, otvor křížovka, otvor jazykový slovník řečtina, otvor v řečtině
Překlady
- otužilý v řečtině - δύσκολος, σκληρός, σκληροτράχηλος, σκληραγωγημένος, Hardy, Χάρντι, σκληραγωγημένο, ...
- otužit v řečtině - σκληραίνω, σκληρύνω, σκληραίνουν, σκληρύνει, να σκληρύνει
- otvírat v řečtině - ανοίγω, ανοιχτός, ανοικτός, εγκαινιάζω, ανοιχτό, ανοικτή, ανοικτό
- otylost v řečtině - παχυσαρκία, παχυσαρκίας, της παχυσαρκίας, η παχυσαρκία, την παχυσαρκία
Náhodná slova
Otvor v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: διαρροή, στόμα, διαρρέω, οφθαλμός, χασμουρητό, οπή, σχισμή, πρίζα, χασμουριέμαι, διέξοδος, τρύπα, στόμιο, υποδοχή, τρήμα, μάτι, δραπετεύω, άνοιγμα, ανοίγματος, το άνοιγμα, έναρξη, άνοιγμα της
Překlady: διαρροή, στόμα, διαρρέω, οφθαλμός, χασμουρητό, οπή, σχισμή, πρίζα, χασμουριέμαι, διέξοδος, τρύπα, στόμιο, υποδοχή, τρήμα, μάτι, δραπετεύω, άνοιγμα, ανοίγματος, το άνοιγμα, έναρξη, άνοιγμα της