Ověřit v řečtině

Překlad: ověřit, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
επαληθεύω, διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνω, επικυρώνω, κυρώνω, μαρτυρώ, πιστοποιώ, έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, ελέγχει, ελέγξετε τη
Ověřit v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: ověřit

ověřit antonyma, ověřit dič, ověřit gramatika, ověřit imei, ověřit isic, ověřit jazykový slovník řečtina, ověřit v řečtině

Překlady

  • ověření v řečtině - μαρτυρία, καρέ, δοκιμάζω, ανακόπτω, αναχαιτίζω, κατάθεση, σταματώ, ...
  • ověřený v řečtině - πιστοποιημένο, πιστοποιημένα, πιστοποιημένη, πιστοποιείται, πιστοποιηθεί
  • ovšem v řečtině - μολονότι, φυσικά, βέβαια, βεβαίως, ασφαλώς
  • oxid v řečtině - οξείδιο, οξειδίου, οξείδιο του, οξειδίου του, το οξείδιο
Náhodná slova
Ověřit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: επαληθεύω, διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνω, επικυρώνω, κυρώνω, μαρτυρώ, πιστοποιώ, έλεγχος, ελέγξετε, ελέγξτε, ελέγχει, ελέγξετε τη