Překračovat v řečtině
Překlad: překračovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
στενά, υπερβαίνω, πέρασμα, κυκλοφορώ, ξεπερνώ, περνώ, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: překračovat
překračovat antonyma, překračovat gramatika, překračovat křížovka, překračovat pravopis, překračovat synonymum, překračovat jazykový slovník řečtina, překračovat v řečtině
Překlady
- překotnost v řečtině - σπουδή, ορμή
- překotný v řečtině - επισπεύδω, απόκρημνος, κρημνώδης, βαραθρώδη, απότομη, απόκρημνη
- překroucení v řečtině - διαστροφή, διαστροφής, διαστρέβλωση, τη διαστροφή, ανωμαλία
- překroutit v řečtině - παραποιώ, βία, εξαναγκάζω, δύναμη, στρεβλώνω, λοξός, λοξότητα, ...
Náhodná slova
Překračovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: στενά, υπερβαίνω, πέρασμα, κυκλοφορώ, ξεπερνώ, περνώ, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το
Překlady: στενά, υπερβαίνω, πέρασμα, κυκλοφορώ, ξεπερνώ, περνώ, υπερβαίνει, να υπερβαίνει, υπερβαίνει το, υπερβαίνει τα, να υπερβαίνει το