Přimáčknout v řečtině
Překlad: přimáčknout, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
πιέζω, πρεσάρω, πατικώνω, συνθλίβω, κολοκύθι, συνωστισμός, ζουλώ, squish, εξωθήσεως, το θόρυβο που έκαναν, θόρυβο που έκαναν
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: přimáčknout
přimáčknout antonyma, přimáčknout gramatika, přimáčknout křížovka, přimáčknout pravopis, přimáčknout synonymum, přimáčknout jazykový slovník řečtina, přimáčknout v řečtině
Překlady
- přiléhat v řečtině - πιάνομαι, εμμένω, κολλώ, χώνω, προσκολλώμαι, συνδέομαι, προσφυόμενου, ...
- přiléhavý v řečtině - στενός, σφιχτός, σφιχτό, σφιχτά, σφιχτή, στενό
- přimíchat v řečtině - ανακατεύω, προσθέτω, αναμειγνύεται σε, μίγμα σε, αναμίξατε, ανακατεύουμε μέσα, μίγμα στο
- přimět v řečtině - βία, διευθετώ, λύνω, κάνω, δύναμη, πείθω, σαλεύω, ...
Náhodná slova
Přimáčknout v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: πιέζω, πρεσάρω, πατικώνω, συνθλίβω, κολοκύθι, συνωστισμός, ζουλώ, squish, εξωθήσεως, το θόρυβο που έκαναν, θόρυβο που έκαναν
Překlady: πιέζω, πρεσάρω, πατικώνω, συνθλίβω, κολοκύθι, συνωστισμός, ζουλώ, squish, εξωθήσεως, το θόρυβο που έκαναν, θόρυβο που έκαναν