Půjčit v řečtině

Překlad: půjčit, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
πρόοδος, δανείζομαι, προβαίνω, δανεισμός, προχωρώ, δάνειο, προκαταβάλλω, δανείζουν, δανείσει, δανείσουν, δανείζει, προσφέρονται
Půjčit v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: půjčit

půjčit anglicky, půjčit antonyma, půjčit auto, půjčit auto levně, půjčit auto praha, půjčit jazykový slovník řečtina, půjčit v řečtině

Překlady

  • půda v řečtině - μαγαρίζω, χώμα, προσγειώνω, προσαράσσω, μούχλα, έδαφος, σοφίτα, ...
  • půdorys v řečtině - σχεδιάζω, σχέδιο, πλατφόρμα, πλατφόρμας, εξέδρα, της πλατφόρμας, την πλατφόρμα
  • půjčka v řečtině - δανεισμός, δάνειο, δανείου, δανείων, του δανείου, δάνεια
  • půjčovat v řečtině - δανείζομαι, δανείζουν, δανείσει, δανείσουν, δανείζει, προσφέρονται
Náhodná slova
Půjčit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: πρόοδος, δανείζομαι, προβαίνω, δανεισμός, προχωρώ, δάνειο, προκαταβάλλω, δανείζουν, δανείσει, δανείσουν, δανείζει, προσφέρονται