Pilovat v řečtině

Překlad: pilovat, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
υποβάλλω, βερνίκι, στιλβώνω, λουστράρω, λούστρο, γυαλίζω, πίφερο, λιμάρω, ακονίζω, ακονίσετε, ακονίσετε τις, ακονίσει, τονωθεί η ανταγωνιστικότητα
Pilovat v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: pilovat

jak pilovat, pilovat anglicky, pilovat antonyma, pilovat gramatika, pilovat křížovka, pilovat jazykový slovník řečtina, pilovat v řečtině

Překlady

  • pilotovat v řečtině - πιλοτάρω, πιλότος, πιλοτικά, πιλοτικό, πιλοτικών, πιλοτική
  • pilotáž v řečtině - πλοήγηση, Πειραματική, Πλοηγήσεως, Πιλοτική Εφαρμογή, Πιλοτική
  • pilulka v řečtině - χάπι, χαπιού, χαπιών, το χάπι, χάπια
  • pilíř v řečtině - στύλος, δοκάρι, στυλοβάτης, ταχυδρομώ, κολόνα, αποβάθρα, μόλος, ...
Náhodná slova
Pilovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: υποβάλλω, βερνίκι, στιλβώνω, λουστράρω, λούστρο, γυαλίζω, πίφερο, λιμάρω, ακονίζω, ακονίσετε, ακονίσετε τις, ακονίσει, τονωθεί η ανταγωνιστικότητα