Plnost v řečtině
Překlad: plnost, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
πλήρης, μεστός, ολικός, γεμάτος, πληρότητα, πληρότητας, πλήρωμα, την πληρότητα, πληρότητά
Jiné jazyky
Příbuzná slova: plnost
bolest břicha, plnost antonyma, plnost ducha svatého, plnost gramatika, plnost křížovka, plnost jazykový slovník řečtina, plnost v řečtině
Překlady
- plnoletost v řečtině - πλειονότητα, ηλικία πλήρους, την ηλικία πλήρους, στην ηλικία πλήρους, σε ηλικία πλήρους, τέκνα
- plnoletý v řečtině - ταγματάρχης, σημαντικός, πλήρους, πλήρη, πλήρες, πλήρως, με πλήρη
- plný v řečtině - κατάφορτος, πλούσιος, αγχωμένος, ολικός, ακαθάριστος, μεστός, λίπος, ...
- plně v řečtině - εντελώς, πλήρως, πλήρη, απόλυτα, απολύτως, την πλήρη
Náhodná slova
Plnost v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: πλήρης, μεστός, ολικός, γεμάτος, πληρότητα, πληρότητας, πλήρωμα, την πληρότητα, πληρότητά
Překlady: πλήρης, μεστός, ολικός, γεμάτος, πληρότητα, πληρότητας, πλήρωμα, την πληρότητα, πληρότητά