Posuzovat v řečtině
Překlad: posuzovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
δικάζω, άποψη, κριτής, αξιολογούν, αξιολόγηση, αξιολογεί, αξιολογήσει, εκτιμήσει
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: posuzovat
posuzovat antonyma, posuzovat gramatika, posuzovat křížovka, posuzovat pravopis, posuzovat synonymum, posuzovat jazykový slovník řečtina, posuzovat v řečtině
Překlady
- posunovat v řečtině - σπρώξιμο, μετακινώ, σπρώχνω, αλλάζω, μετατοπίζω, κίνηση, μετακίνηση, ...
- posunutí v řečtině - μετατοπίζω, εκτόπισμα, μετακινώ, αλλάζω, μετατόπιση, μετατόπισης, μετατοπίσεως, ...
- posuzovatel v řečtině - κριτικός, κριτής, Σχολιαστής, Αξιολογητή, Σχολιαστής του
- posvátný v řečtině - θρήσκος, θρησκευόμενος, ιερός, πανάγιος, όσιος, θρησκευτικός, αγιοπρεπής, ...
Náhodná slova
Posuzovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: δικάζω, άποψη, κριτής, αξιολογούν, αξιολόγηση, αξιολογεί, αξιολογήσει, εκτιμήσει
Překlady: δικάζω, άποψη, κριτής, αξιολογούν, αξιολόγηση, αξιολογεί, αξιολογήσει, εκτιμήσει