Pronikavý v řečtině
Překlad: pronikavý, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
τραχύς, ενδιαφερόμενος, έντονος, αιφνίδιος, διορατικός, πικρός, κοφτερός, δριμύς, οξύς, σκληρός, οξυδερκής, διαπεραστικός, διεισδυτικός, μυτερός, άγριος, διάτρηση, τρύπημα, piercing, διάτρησης, τη διάτρηση
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: pronikavý
pronikavý antonyma, pronikavý dávkový ekvivalent, pronikavý gramatika, pronikavý hlas, pronikavý křížovka, pronikavý jazykový slovník řečtina, pronikavý v řečtině
Překlady
- pronikat v řečtině - εισχωρώ, πληροφορώ, διηθώ, φίλτρο, κρησαρίζω, διαπερνούν, διαπεράσει, ...
- pronikavost v řečtině - οξύνοια, διορατικότητα, οξύτητα, πικάντικη γεύση, πικάντικου, δριμύος, του πικάντικου
- proniknout v řečtině - διαρροή, εισχωρώ, φίλτρο, διαρρέω, διαπερνώ, διηθώ, κρησαρίζω, ...
- pronikání v řečtině - διείσδυση, εισχώρηση, εισβολής, εισβολή, διείσδυσης, εισβολέων
Náhodná slova
Pronikavý v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: τραχύς, ενδιαφερόμενος, έντονος, αιφνίδιος, διορατικός, πικρός, κοφτερός, δριμύς, οξύς, σκληρός, οξυδερκής, διαπεραστικός, διεισδυτικός, μυτερός, άγριος, διάτρηση, τρύπημα, piercing, διάτρησης, τη διάτρηση
Překlady: τραχύς, ενδιαφερόμενος, έντονος, αιφνίδιος, διορατικός, πικρός, κοφτερός, δριμύς, οξύς, σκληρός, οξυδερκής, διαπεραστικός, διεισδυτικός, μυτερός, άγριος, διάτρηση, τρύπημα, piercing, διάτρησης, τη διάτρηση