Provrtat v řečtině
Překlad: provrtat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
άσκηση, τροχός, πλήττω, τριβελίζω, διατρυπώ, διάτρητος, διάτρητο, διάτρητου
Jiné jazyky
Příbuzná slova: provrtat
provrtat antonyma, provrtat gramatika, provrtat křížovka, provrtat nehet, provrtat panel, provrtat jazykový slovník řečtina, provrtat v řečtině
Překlady
- provozovat v řečtině - διαγωγή, οδηγώ, ασκώ, εξασκώ, φέρσιμο, διεξάγω, συμπεριφορά, ...
- provozovna v řečtině - συνεργείο, εργαστήριο, εργαστηρίου, εργαστήρι, συνεργείου
- provzdušnit v řečtině - αερίζω, εξαερίζω, αερισμό, τον αερισμό, αερίστε
- provádění v řečtině - εφαρμογή, εκτέλεση, εφαρμογής, υλοποίηση, την εφαρμογή
Náhodná slova
Provrtat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: άσκηση, τροχός, πλήττω, τριβελίζω, διατρυπώ, διάτρητος, διάτρητο, διάτρητου
Překlady: άσκηση, τροχός, πλήττω, τριβελίζω, διατρυπώ, διάτρητος, διάτρητο, διάτρητου