Rozvětvovat v řečtině
Překlad: rozvětvovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
κλάδος, κλαδί, υποκατάστημα, διακλαδώνω, διακλαδώ, διακλαδώνονται, διακλαδίζονται, να διακλαδίζονται
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: rozvětvovat
rozvětvovat antonyma, rozvětvovat gramatika, rozvětvovat křížovka, rozvětvovat pravopis, rozvětvovat synonymum, rozvětvovat jazykový slovník řečtina, rozvětvovat v řečtině
Překlady
- rozvětvení v řečtině - κλάδος, παρακλάδι, κλαδί, διακλάδωση, υποκατάστημα, διακλαδώσεως, διακλάδωσης
- rozvětvit v řečtině - υποκατάστημα, κλαδί, κλάδος, πιρούνι, πιρουνιού, περόνη, διακλάδωση, ...
- rozzlobený v řečtině - σταυρός, οργισμένος, γέμισμα, θυμωμένος, διασχίζω, θυμωμένοι, θυμωμένο, ...
- rozzlobit v řečtině - οργή, φούρκα, θυμός, ανατροπή, αναστατωμένος, αναστάτωση, αναστατώσει, ...
Náhodná slova
Rozvětvovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: κλάδος, κλαδί, υποκατάστημα, διακλαδώνω, διακλαδώ, διακλαδώνονται, διακλαδίζονται, να διακλαδίζονται
Překlady: κλάδος, κλαδί, υποκατάστημα, διακλαδώνω, διακλαδώ, διακλαδώνονται, διακλαδίζονται, να διακλαδίζονται