Stimulovat v řečtině
Překlad: stimulovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
διεγείρω, παρακινώ, τόνωση, τόνωση της, διεγείρουν, την τόνωση, τονώσει
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: stimulovat
stimulovat abz, stimulovat antonyma, stimulovat gramatika, stimulovat křížovka, stimulovat pravopis, stimulovat jazykový slovník řečtina, stimulovat v řečtině
Překlady
- stimul v řečtině - κίνητρο, ερέθισμα, κινήτρων, ερεθίσματος, τόνωσης
- stimulace v řečtině - διέγερση, διέγερσης, τόνωση, τη διέγερση, διεγέρσεως
- stimulátor v řečtině - διεγείρων, διεγέρτη, διεγέρτης, διεγερτικό, διέγερσης
- stipendista v řečtině - λόγιος, Μελετητής, μελετητή, υπότροφος, λόγιο
Náhodná slova
Stimulovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: διεγείρω, παρακινώ, τόνωση, τόνωση της, διεγείρουν, την τόνωση, τονώσει
Překlady: διεγείρω, παρακινώ, τόνωση, τόνωση της, διεγείρουν, την τόνωση, τονώσει