Uchvacující v řečtině
Překlad: uchvacující, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
λήψη, immersive, καθηλωτική, συναρπαστικότερα, καθηλωτικό, συναρπαστική
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: uchvacující
uchvacující antonyma, uchvacující gramatika, uchvacující křížovka, uchvacující pravopis, uchvacující synonymum, uchvacující jazykový slovník řečtina, uchvacující v řečtině
Překlady
- uchování v řečtině - διατήρηση, παρακράτηση, αποθήκευση, συντήρηση, διαφύλαξη, διατήρησης, συντήρησης
- uchránit v řečtině - διατηρώ, διασώζω, συντηρώ, προστασία, προστατεύουν, την προστασία, προστατεύσει, ...
- uchvatitel v řečtině - σφετεριστής, σφετεριστή, του σφετεριστή, συνωμότη, σφετεριστή του θρόνου
- uchvácení v řečtině - σπασμός, σφετερισμός, σφετερισμό, σφετερισμού, ιδιοποίηση, αντιποίηση
Náhodná slova
Uchvacující v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: λήψη, immersive, καθηλωτική, συναρπαστικότερα, καθηλωτικό, συναρπαστική
Překlady: λήψη, immersive, καθηλωτική, συναρπαστικότερα, καθηλωτικό, συναρπαστική