Uhádnout v řečtině
Překlad: uhádnout, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
εικασία, μαντεύω, θεϊκός, θεσπέσιος, υποθέτω, μαντέψει, μαντέψετε, μαντέψουν
Jiné jazyky
Příbuzná slova: uhádnout
uhádnout antonyma, uhádnout gramatika, uhádnout křížovka, uhádnout pravopis, uhádnout synonymum, uhádnout jazykový slovník řečtina, uhádnout v řečtině
Překlady
- uhrovitý v řečtině - ανώμαλος, ανομοιογενής, στικτός, διάστικτη, με κηλίδες
- uhynout v řečtině - αποθνήσκω, πεθάνω, τεζάρω, πεθαίνω, κύβος, πεθαίνουν, πεθάνει, ...
- uhájit v řečtině - υπερασπίζομαι, διεκδικώ, αμύνομαι, υποστηρίζω, υπερασπίζω, προστατεύω, υπερασπιστεί, ...
- uhánět v řečtině - επισπεύδω, ορμή, συντρίβω, φόρα, ταχύτητα, τρέχω, ραντίζω, ...
Náhodná slova
Uhádnout v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: εικασία, μαντεύω, θεϊκός, θεσπέσιος, υποθέτω, μαντέψει, μαντέψετε, μαντέψουν
Překlady: εικασία, μαντεύω, θεϊκός, θεσπέσιος, υποθέτω, μαντέψει, μαντέψετε, μαντέψουν