Uklízet v řečtině

Překlad: uklízet, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
αρκετός, καθαρός, τακτοποιώ, καθαρίζω, συγυρίζω, συγυρισμένος, καθαρό, καθαρά, καθαρή, καθαρές
Uklízet v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: uklízet

jak uklízet, neumím uklízet, uklízet a užívat, uklízet anglicky, uklízet antonyma, uklízet jazykový slovník řečtina, uklízet v řečtině

Překlady

  • ukládat v řečtině - καταλύω, όχθη, αποκρούω, σφηνώνω, επαναθέτω, ανάχωμα, ίζημα, ...
  • uklízení v řečtině - καθάρισμα, καθαρισμός, καθαρισμού, καθαρισμό, τον καθαρισμό
  • ukojení v řečtině - ικανοποίηση, αρέσκεια, την ικανοποίηση, την ικανοποίησή, ικανοποίηση των, ικανοποίηση του
  • ukojit v řečtině - χορταίνω, κατευνάζω, ικανοποιώ, sate, κάθισε, οριζοντιώστε, κάθισαν
Náhodná slova
Uklízet v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: αρκετός, καθαρός, τακτοποιώ, καθαρίζω, συγυρίζω, συγυρισμένος, καθαρό, καθαρά, καθαρή, καθαρές