Uskutečňovat v řečtině
Překlad: uskutečňovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
καταφέρω, επιτυγχάνω, πραγματοποιώ, εφαρμογή, εφαρμόσουν, να εφαρμόσουν, την εφαρμογή, εφαρμόζουν
Jiné jazyky
Příbuzná slova: uskutečňovat
uskutečňovat antonyma, uskutečňovat gramatika, uskutečňovat křížovka, uskutečňovat pravopis, uskutečňovat synonymum, uskutečňovat jazykový slovník řečtina, uskutečňovat v řečtině
Překlady
- uskutečnitelný v řečtině - εφαρμόσιμος, εφικτός, βιώσιμος, βιώσιμη, βιώσιμων, βιώσιμες, βιώσιμο
- uskutečnění v řečtině - διενέργεια, εκτέλεση, εφαρμογή, πραγματοποίηση, υλοποίηση, υλοποίησης, συνειδητοποίηση, ...
- uskutečňování v řečtině - εκτέλεση, εφαρμογή, εφαρμογής, υλοποίηση, την εφαρμογή
- uslyšet v řečtině - ακούω, ακούσει, ακούσετε, ακούει, ακούνε
Náhodná slova
Uskutečňovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: καταφέρω, επιτυγχάνω, πραγματοποιώ, εφαρμογή, εφαρμόσουν, να εφαρμόσουν, την εφαρμογή, εφαρμόζουν
Překlady: καταφέρω, επιτυγχάνω, πραγματοποιώ, εφαρμογή, εφαρμόσουν, να εφαρμόσουν, την εφαρμογή, εφαρμόζουν