Vázat v řečtině
Překlad: vázat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
πεδικλώνω, βιβλιοδετώ, δεσμεύω, συγκολλώ, δεσμός, δένω, συνδέω, δεσμό, ομολόγων, δεσμού, ομολόγου
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: vázat
uvázat kravatu, uvázat šátek, vázat antonyma, vázat gramatika, vázat křížovka, vázat jazykový slovník řečtina, vázat v řečtině
Překlady
- váza v řečtině - βαζάκι, βάζο, αγγείο, αγγείου, vase, αγγείων
- vázanka v řečtině - δένω, γραβάτα, ισοπαλία, ισοπαλίας, δεσμό, δεσμός
- vázačka v řečtině - δένω, γραβάτα, Συνδετικές, Συνδετικά, Ύλη, συνδετικά υλικά, Binders
- váznutí v řečtině - στασιμότητα, στασιμότητας, η στασιμότητα, τη στασιμότητα, αποτελμάτωση
Náhodná slova
Vázat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: πεδικλώνω, βιβλιοδετώ, δεσμεύω, συγκολλώ, δεσμός, δένω, συνδέω, δεσμό, ομολόγων, δεσμού, ομολόγου
Překlady: πεδικλώνω, βιβλιοδετώ, δεσμεύω, συγκολλώ, δεσμός, δένω, συνδέω, δεσμό, ομολόγων, δεσμού, ομολόγου