Vynalézavost v řečtině

Překlad: vynalézavost, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
επινοητικότητα, ευφυΐα, εφευρετικότητα, τέχνασμα, ευρηματικότητα, η επινοητικότητα, την επινοητικότητα, επινοητικότητά
Vynalézavost v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: vynalézavost

vynalézavost antonyma, vynalézavost gramatika, vynalézavost křížovka, vynalézavost pravopis, vynalézavost synonymum, vynalézavost jazykový slovník řečtina, vynalézavost v řečtině

Překlady

  • vynaložit v řečtině - ξοδεύω, ασκώ, άσκηση, αναλώνω, δαπανήσει, δαπανούν, αναλωθούν, ...
  • vynalézat v řečtině - κατασκευάζω, εφευρίσκω, επινοώ, εφευρίσκοντας, επινόηση, διαπλάσουμε, να διαπλάσουμε, ...
  • vynalézavý v řečtině - εφευρετικός, εποικοδομητικός, επιδέξιος, επινοητικός, πολυμήχανος, επινοητικοί, πολυμήχανοι, ...
  • vynalézt v řečtině - επινοώ, εφευρίσκω, εφεύρει, εφεύρουν, εφεύρουμε, εφευρίσκουν
Náhodná slova
Vynalézavost v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: επινοητικότητα, ευφυΐα, εφευρετικότητα, τέχνασμα, ευρηματικότητα, η επινοητικότητα, την επινοητικότητα, επινοητικότητά