Zbičovat v řečtině
Překlad: zbičovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
μαστίζω, μαστιγώνω, εγκοπή, πετσοκόβω, νικώ, λοιδορώ, μαστιγώθηκε, μαστιγωθούν, μαστιγώνεται, μαστίγωσαν, εμαστίγω-
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: zbičovat
zbičovat antonyma, zbičovat gramatika, zbičovat křížovka, zbičovat pravopis, zbičovat synonymum, zbičovat jazykový slovník řečtina, zbičovat v řečtině
Překlady
- zbavit v řečtině - άφεση, εκκρίνω, εκφωνώ, κυκλοφορώ, γυμνώνω, ξαλαφρώνω, δημοσιεύω, ...
- zbavovat v řečtině - απαλλάσσω, ξεφορτωθεί, να απαλλαγούμε από, ξεφορτώσου, απαλλαγούμε από, απαλλαγείτε από
- zblednout v řečtině - ξανθός, χλωμός, χλωμό, ωχρό, απαλό
- zbohatlík v řečtině - νεόπλουτος
Náhodná slova
Zbičovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: μαστίζω, μαστιγώνω, εγκοπή, πετσοκόβω, νικώ, λοιδορώ, μαστιγώθηκε, μαστιγωθούν, μαστιγώνεται, μαστίγωσαν, εμαστίγω-
Překlady: μαστίζω, μαστιγώνω, εγκοπή, πετσοκόβω, νικώ, λοιδορώ, μαστιγώθηκε, μαστιγωθούν, μαστιγώνεται, μαστίγωσαν, εμαστίγω-