Zdrženlivost v řečtině
Překlad: zdrženlivost, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
εγκράτεια, εφεδρεία, διακριτικότητα, παρακρατώ, διάκριση, εχεμύθεια, φραγμός, περίσκεψη, μετριοπάθεια, αγνότητα, εφεδρικός, παρακαταθήκη, συγκράτηση, συγκράτησης, συγκρατήσεως, αυτοσυγκράτηση, συγκράτησης για
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: zdrženlivost
předmanželská zdrženlivost, zdrženlivost antonyma, zdrženlivost gramatika, zdrženlivost křížovka, zdrženlivost pravopis, zdrženlivost jazykový slovník řečtina, zdrženlivost v řečtině
Překlady
- zdroj v řečtině - αρχή, αναβλύζω, πηγή, αναπηδώ, βρύση, προέλευση, λοιπόν, ...
- zdrtit v řečtině - ισοπεδώνω, ανησυχία, συνωστισμός, συνθλίβω, ζουλώ, ισιώνω, κατατρομάζω, ...
- zdrženlivý v řečtině - εχέμυθος, λιτός, λιγόλογος, κρυψίνους, ησυχασμός, κρατημένος, επιφυλακτικός, ...
- zdrženlivě v řečtině - επιφυλακτικώς, συγκρατημένα, είναι συγκρατημένα, επιφυλακτική, να είναι συγκρατημένα
Náhodná slova
Zdrženlivost v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: εγκράτεια, εφεδρεία, διακριτικότητα, παρακρατώ, διάκριση, εχεμύθεια, φραγμός, περίσκεψη, μετριοπάθεια, αγνότητα, εφεδρικός, παρακαταθήκη, συγκράτηση, συγκράτησης, συγκρατήσεως, αυτοσυγκράτηση, συγκράτησης για
Překlady: εγκράτεια, εφεδρεία, διακριτικότητα, παρακρατώ, διάκριση, εχεμύθεια, φραγμός, περίσκεψη, μετριοπάθεια, αγνότητα, εφεδρικός, παρακαταθήκη, συγκράτηση, συγκράτησης, συγκρατήσεως, αυτοσυγκράτηση, συγκράτησης για