Zvyklost v řečtině

Překlad: zvyklost, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
συνθήκη, χρησιμοποιώ, συνέδριο, χρήση, συνέλευση, έθιμο, σύμβαση, σύμβασης, Συμβάσεως, συνεδριακό, της σύμβασης
Zvyklost v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: zvyklost

mezinárodní zvyklost, obchodna zvyklost, obchodní zvyklost, právní zvyklost, smluvní zvyklost, zvyklost jazykový slovník řečtina, zvyklost v řečtině

Překlady

  • zvučný v řečtině - σκαστός, βροντερός, ηχηρός, βροντόφωνος, τρανταχτός, ηχηρή, ηχηρά, ...
  • zvyk v řečtině - εντομή, τρόπος, χρησιμοποιώ, άσκηση, διαμορφώνω, ξεγελώ, αυλακώνω, ...
  • zvyklý v řečtině - συνηθισμένος, συνηθίσει, εξοικειωμένοι, συνηθισμένοι, εξοικειωθούν
  • zvyknout v řečtině - συνηθίζω, εξοικειώνομαι, εξοικειώνω, συνηθίσουν, εξοικείωση, εξοικειωθούν, να εξοικειωθούν
Náhodná slova
Zvyklost v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: συνθήκη, χρησιμοποιώ, συνέδριο, χρήση, συνέλευση, έθιμο, σύμβαση, σύμβασης, Συμβάσεως, συνεδριακό, της σύμβασης