Bedrøvet på græsk
Oversættelse: bedrøvet, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
κάτισχνος, αξιοθρήνητος, αξιολύπητος, κακόμοιρος, χάλια, άθλιος, ελεεινός, ζοφερός, συγγνώμη, οικτρός, θλιμμένα, λυπημένα
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: bedrøvet
bedrøvet antonymer, bedrøvet betydning, bedrøvet krydsord, bedrøvet ordbog, bedrøvet oversæt, bedrøvet sprog ordbog græsk, bedrøvet på græsk
Oversættelser
- bedrage på græsk - ζαβολιάρης, εξαπατώ, φενακίζω, κλέβω, εξαπατήσει, εξαπατούν, παραπλανήσουν, ...
- bedrift på græsk - πράξη, κράτημα, κατέχουν, που κατέχουν, εκμετάλλευση, κρατώντας
- bedstefader på græsk - παππούς, παππού, ο παππούς, τον παππού, του παππού
- bedstemoder på græsk - βαβά, γιαγιά, τη γιαγιά, η γιαγιά, γιαγιάς, της γιαγιάς
Tilfældige ord
Bedrøvet på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: κάτισχνος, αξιοθρήνητος, αξιολύπητος, κακόμοιρος, χάλια, άθλιος, ελεεινός, ζοφερός, συγγνώμη, οικτρός, θλιμμένα, λυπημένα
Oversættelser: κάτισχνος, αξιοθρήνητος, αξιολύπητος, κακόμοιρος, χάλια, άθλιος, ελεεινός, ζοφερός, συγγνώμη, οικτρός, θλιμμένα, λυπημένα