Doven på græsk
Oversættelse: doven, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
νωθρός, ράθυμος, τεμπέλης, νωχελής, μαλθακός, τεμπέληδες, τεμπέλης για, τεμπέλικο, lazy
Andre Sprog
Relaterede ord: doven
doven antonymer, doven betydning, doven blære, doven hund, doven kat, doven sprog ordbog græsk, doven på græsk
Oversættelser
- dommer på græsk - κριτής, δικάζω, δικαιοσύνη, διαιτητής, δικαστής, δικαστή, δικαστήριο, ...
- domstol på græsk - επιτροπή, δικαστήριο, γήπεδο, Δικαστηρίου, δικαστικών, δικαστική
- drag på græsk - τραβώ, βύθισμα, τράβηγμα, έλξη, σύρετε, οπισθέλκουσας, αντίσταση
- drage på græsk - δράκος, χαρταετός, αετός, kite, χαρταετό, αετό
Tilfældige ord
Doven på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: νωθρός, ράθυμος, τεμπέλης, νωχελής, μαλθακός, τεμπέληδες, τεμπέλης για, τεμπέλικο, lazy
Oversættelser: νωθρός, ράθυμος, τεμπέλης, νωχελής, μαλθακός, τεμπέληδες, τεμπέλης για, τεμπέλικο, lazy