Forstyrre på græsk
Oversættelse: forstyrre, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
ενοχλούμαι, ενοχλώ, κόπος, σκοτίζομαι, κωλυσιεργώ, παρακωλύω, παρενοχλώ, ενόχληση, ενοχλεί, κόπο, τον κόπο
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: forstyrre
forstyrre antonymer, forstyrre betydning, forstyrre den offentlige orden, forstyrre engelsk, forstyrre jeg, forstyrre sprog ordbog græsk, forstyrre på græsk
Oversættelser
- forstening på græsk - απολίθωμα, απολίθωση, απολίθωσης, πέτρωμα, πετρώματα, πετρωμάτων
- forstvæsen på græsk - δασολογία, δασοκομία, δασοπονία, δασοκομίας, της δασοκομίας, η δασοκομία
- forstyrrelse på græsk - πάθηση, ακαταστασία, διαταραχή, αταξία, διατάραξη, διαταραχής, διαταραχές, ...
- forstå på græsk - καταλαβαίνω, κατανοώ, κατανοήσουν, κατανοήσουμε, καταλάβουν, καταλάβετε
Tilfældige ord
Forstyrre på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: ενοχλούμαι, ενοχλώ, κόπος, σκοτίζομαι, κωλυσιεργώ, παρακωλύω, παρενοχλώ, ενόχληση, ενοχλεί, κόπο, τον κόπο
Oversættelser: ενοχλούμαι, ενοχλώ, κόπος, σκοτίζομαι, κωλυσιεργώ, παρακωλύω, παρενοχλώ, ενόχληση, ενοχλεί, κόπο, τον κόπο