Sagfører på græsk
Oversættelse: sagfører, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
συνηγορώ, υπερασπιστής, δικηγόρος, συνήγορος, υποστηρικτής, δικηγόρο, δικηγόρου, τον δικηγόρο, ο δικηγόρος
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: sagfører
sagfører advokat, sagfører anders olesen, sagfører antonymer, sagfører betydning, sagfører eller advokat, sagfører sprog ordbog græsk, sagfører på græsk
Oversættelser
- saft på græsk - ζουμί, εξαντλώ, χυμός, χυμό, χυμού, χυμών, χυμούς
- sag på græsk - θέμα, παράδειγμα, βαλίτσα, περίπτωση, περιστατικό, ύλη, δεσμός, ...
- sagkyndig på græsk - εμπειρογνώμονας, εμπειρογνώμων, ειδικός, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων
- sagn på græsk - θρύλος, μύθος, μύθο, θρύλο, το μύθο
Tilfældige ord
Sagfører på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: συνηγορώ, υπερασπιστής, δικηγόρος, συνήγορος, υποστηρικτής, δικηγόρο, δικηγόρου, τον δικηγόρο, ο δικηγόρος
Oversættelser: συνηγορώ, υπερασπιστής, δικηγόρος, συνήγορος, υποστηρικτής, δικηγόρο, δικηγόρου, τον δικηγόρο, ο δικηγόρος