Stor på græsk
Oversættelse: stor, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
ευρύς, μεγάλος, απίθανος, φαρδύς, πλατύς, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα
Andre Sprog
Relaterede ord: stor
den stor danske, en stor dag, hvor, stor a, stor antonymer, stor sprog ordbog græsk, stor på græsk
Oversættelser
- stolt på græsk - περήφανος, καμαρωτός, υπερήφανος, υπερήφανοι, περήφανοι, υπερήφανοι για
- stoppe på græsk - σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
- stork på græsk - πελαργός, Stork, πελαργού, πελαργό, πελαργών
- storm på græsk - ανεμοθύελλα, τρικυμία, θύελλα, καταιγίδα, καταιγίδας, θύελλας, τη θύελλα
Tilfældige ord
Stor på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: ευρύς, μεγάλος, απίθανος, φαρδύς, πλατύς, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα
Oversættelser: ευρύς, μεγάλος, απίθανος, φαρδύς, πλατύς, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα