Tiltagende på græsk
Oversættelse: tiltagende, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
αυξάνω, αύξηση, αυξανόμενη, αυξάνοντας, αύξηση της, την αύξηση
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: tiltagende
tiltagende antonymer, tiltagende betydning, tiltagende bukkesang, tiltagende halvmåne, tiltagende hovedpine, tiltagende sprog ordbog græsk, tiltagende på græsk
Oversættelser
- tilsøle på græsk - μαγαρίζω, θαμπώνω, ξεθωριάζω, αμαυρώσει, να αμαυρώσει, αμαυρώσει τη
- tiltage på græsk - αυξάνω, αύξηση, διεκδικώ άδικως, οικειοποιηθεί, οικειοποιηθεί ένα, διεκδικούν αυθαίρετα, σφετερίζονται
- tiltrække på græsk - επισύρω, έλκω, τραβώ, προσελκύω, προσέλκυση, προσελκύσει, προσελκύουν, ...
- tiltrækning på græsk - θέαμα, έλξη, έλξης, αξιοθέατο, το αξιοθέατο, προσέλκυση
Tilfældige ord
Tiltagende på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: αυξάνω, αύξηση, αυξανόμενη, αυξάνοντας, αύξηση της, την αύξηση
Oversættelser: αυξάνω, αύξηση, αυξανόμενη, αυξάνοντας, αύξηση της, την αύξηση