Våbenhvile på græsk

Oversættelse: våbenhvile, Ordbog: dansk » græsk

Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
ανακωχή, εκεχειρία, κατάπαυση του πυρός, κατάπαυσης του πυρός, κατάπαυσης του πυρός της, την κατάπαυση του πυρός, την κατάπαυση του
Våbenhvile på græsk
Relaterede ord
Andre Sprog

Relaterede ord: våbenhvile

våbenhvile 1. verdenskrig, våbenhvile 1864, våbenhvile 1918, våbenhvile antonymer, våbenhvile betydning, våbenhvile sprog ordbog græsk, våbenhvile på græsk

Oversættelser

  • vurdere på græsk - υπολογίζω, δικάζω, κριτής, αξιολογώ, εκτιμώ, αξιολογούν, αξιολόγηση, ...
  • våben på græsk - όπλο, μπράτσο, χέρι, όπλα, όπλων, τα όπλα, οπλισμού, ...
  • våd på græsk - περιχύω, βρεγμένος, υγρός, υγρό, υγρή, υγρής, υγρά
  • vågne på græsk - ξυπνώ, ξεσηκώνω, διεγείρω, ίχνη, ξυπνήσει, ξυπνήσετε, ξυπνήσουν, ...
Tilfældige ord
Våbenhvile på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: ανακωχή, εκεχειρία, κατάπαυση του πυρός, κατάπαυσης του πυρός, κατάπαυσης του πυρός της, την κατάπαυση του πυρός, την κατάπαυση του