Püsivus kreeka keeles
Tõlge: püsivus, Sõnastik: eesti » kreeka
Lähtekeel:
eesti
Soovitud keel:
kreeka
Tõlked:
σταθερότητα, σταθερότητας, τη σταθερότητα, της σταθερότητας, σταθερότητα των
Teised keeled
Seotud sõnad: püsivus
geelküünte püsivus, geellaki püsivus, glamlaci püsivus, küünelaki püsivus, mtü püsivus, püsivus sõnastik kreeka, püsivus kreeka keeles
Tõlked
- püsiv kreeka keeles - επίμονος, συνεχής, αδιάκοπος, διαρκής, εδραίος, σταθερός, εταιρία, ...
- püsivalt kreeka keeles - συνεχώς, μόνιμα, μονίμως, μόνιμη, οριστικά, διαρκώς
- püss kreeka keeles - καραμπίνα, όπλο, πιστόλι, πυροβόλο όπλο, το όπλο, πιστολιού
Juhuslikud sõnad
Püsivus kreeka keeles - Sõnastik: eesti » kreeka
Tõlked: σταθερότητα, σταθερότητας, τη σταθερότητα, της σταθερότητας, σταθερότητα των
Tõlked: σταθερότητα, σταθερότητας, τη σταθερότητα, της σταθερότητας, σταθερότητα των