Manioc in greek
Translation: manioc, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
μανιόκας, μανιόκα, μανιόκας που, τη μανιόκα, της μανιόκας
Other Languages
Related words: manioc
manioc flour, what is manioc, manioc root, manioc starch, manioc definition, manioc language dictionary greek, manioc in greek
Translations
- manikin in greek - ανδρείκελο, ανδρεικέλου, ανδρείκελου, ανδρεικέλου που, ανδρείκελο που
- manila in greek - Μανίλα, της Μανίλα, τη Μανίλα, της Μανίλας
- maniple in greek - Maniple
- manipulate in greek - χειραγωγήσουν, χειριστείτε, χειριστούν, χειριστεί, χειρίζονται
Random words
Manioc in greek - Dictionary: english » greek
Translations: μανιόκας, μανιόκα, μανιόκας που, τη μανιόκα, της μανιόκας
Translations: μανιόκας, μανιόκα, μανιόκας που, τη μανιόκα, της μανιόκας