Acervo en griego
traducción: acervo, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
βάζω, κομπόδεμα, απόθεμα, μαγαζί, αποθηκεύω, κεκτημένου, κεκτημένο, κοινοτικό κεκτημένο, κεκτημένου του, κεκτημένο του
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: acervo
acervo schengen, acervo o acerbo, acervo sinonimo, acervo comunitario, acervo probatorio, acervo diccionario de idioma griego, acervo en griego
Traducciones
- acertar en griego - πιάνω, αρπάζω, χτυπώ, σουξέ, βαρώ, επιτυχία, χτυπήσει, ...
- acertijo en griego - αίνιγμα, Riddle, Γρίφος, γρίφο, το αίνιγμα
- acería en griego - χαλυβουργεία, χαλυβουργείων, χαλυβουργείο, χαλυβουργείου, χαλυβουργικής μονάδας
- acetato en griego - οξικό άλας, οξικό, οξικού, οξεικό, οξικός
palabras al azar
Acervo en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: βάζω, κομπόδεμα, απόθεμα, μαγαζί, αποθηκεύω, κεκτημένου, κεκτημένο, κοινοτικό κεκτημένο, κεκτημένου του, κεκτημένο του
Traducciones: βάζω, κομπόδεμα, απόθεμα, μαγαζί, αποθηκεύω, κεκτημένου, κεκτημένο, κοινοτικό κεκτημένο, κεκτημένου του, κεκτημένο του