Aseo en griego
traducción: aseo, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
καθαριότητα, καθαριότητα των, την καθαριότητα, καθαριότητας, την καθαριότητα των
otros Idiomas
Palabras relacionadas: aseo
aseo en ingles, aseo personal, aseo en cama, aseo del paciente encamado, aseo en catalan, aseo diccionario de idioma griego, aseo en griego
Traducciones
- asentimiento en griego - συγκατάθεση, σύμφωνη γνώμη, σύμφωνης γνώμης, τη σύμφωνη γνώμη, παροχή σύμφωνης γνώμης
- asentir en griego - παραδέχομαι, δέχομαι, συμφωνώ, συγκατανεύω, αποδέχομαι, συγκατάθεση, σύμφωνη γνώμη, ...
- aserción en griego - ισχυρισμός, ισχυρισμό, τον ισχυρισμό, ισχυρισμού, ο ισχυρισμός
- aserradero en griego - πριονιστήριο, πριονιστηρίου, πριονιστηρίων, πριονιστήρια, πριστήριο
palabras al azar
Aseo en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: καθαριότητα, καθαριότητα των, την καθαριότητα, καθαριότητας, την καθαριότητα των
Traducciones: καθαριότητα, καθαριότητα των, την καθαριότητα, καθαριότητας, την καθαριότητα των