Casual en griego
traducción: casual, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
συγκυρία, πιθανότητα, τυχαίος, ξέγνοιαστος, τύχη, ευκαιρία, ανεπίσημος, ανέμελος, περιστασιακή, περιστασιακά, απλό, περιστασιακό
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: casual
casual chic, casualplay, casual hostal valencia, casual fruit, casual club, casual diccionario de idioma griego, casual en griego
Traducciones
- castración en griego - ευνουχισμός, ευνουχισμό, ευνουχισμού, τον ευνουχισμό, ο ευνουχισμός
- castrar en griego - μουνουχίζω, εκτέμνω, ευνουχιστικά, ευνουχισμού, ευνουχισμένα
- casualidad en griego - πρόχειρος, τυχαίος, ευκαιρία, πιθανότητα, δυνατότητα, πιθανότητες, την ευκαιρία
- casucha en griego - καλύβα, υπόστεγο, χαμόσπιτο, καλύβη, καλύβες, καλύβι
palabras al azar
Casual en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: συγκυρία, πιθανότητα, τυχαίος, ξέγνοιαστος, τύχη, ευκαιρία, ανεπίσημος, ανέμελος, περιστασιακή, περιστασιακά, απλό, περιστασιακό
Traducciones: συγκυρία, πιθανότητα, τυχαίος, ξέγνοιαστος, τύχη, ευκαιρία, ανεπίσημος, ανέμελος, περιστασιακή, περιστασιακά, απλό, περιστασιακό