Cautivo en griego
traducción: cautivo, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
αιχμάλωτος, δέσμιος, αιχμαλωσία, σε αιχμαλωσία, δεσμευμένη, δέσμια
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: cautivo
cautivo y desarmado, cautivo dos hermanas, cautivo y salud, cautivo huelva, cautivo jaen, cautivo diccionario de idioma griego, cautivo en griego
Traducciones
- cautiverio en griego - σκλαβιά, δουλεία, αιχμαλωσία, αιχμαλωσίας, συνθήκες αιχμαλωσίας, την αιχμαλωσία
- cautividad en griego - δουλεία, σκλαβιά, αιχμαλωσία, αιχμαλωσίας, συνθήκες αιχμαλωσίας, την αιχμαλωσία
- cauto en griego - επιφυλακτικός, επιδέξιος, εφεκτικός, προσεκτικός, προσεχτικός, προσεκτικοί, προσεκτική, ...
- cavar en griego - κέντρισμα, νύξη, σκάβω, σαρκασμός, ανασκαφή, σκάβουν, dig, ...
palabras al azar
Cautivo en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: αιχμάλωτος, δέσμιος, αιχμαλωσία, σε αιχμαλωσία, δεσμευμένη, δέσμια
Traducciones: αιχμάλωτος, δέσμιος, αιχμαλωσία, σε αιχμαλωσία, δεσμευμένη, δέσμια