Convicción en griego
traducción: convicción, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
εγγύηση, σιγουριά, πεποίθηση, διαβεβαίωση, καταδίκη, πεποίθησή, καταδίκης, την πεποίθησή
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: convicción
convicción sinonimo, convicción definición, convicción o convencimiento, convicción de pecado, convicción rae, convicción diccionario de idioma griego, convicción en griego
Traducciones
- convertir en griego - μετατρέπω, μετατροπή, μετατρέπουν, μετατρέψετε, μετατρέψει, τη μετατροπή
- convexidad en griego - κυρτότητα, κυρτότητας, κυρτότητος, της κυρτότητας, convexity
- convidado en griego - καλεσμένος, φιλοξενούμενος, κάλεσε, καλούνται, προσκληθεί, καλείται, κληθούν
- convidar en griego - προσκαλώ, καλώ, καλέσει, προσκαλούμε, προσκαλούν
palabras al azar
Convicción en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: εγγύηση, σιγουριά, πεποίθηση, διαβεβαίωση, καταδίκη, πεποίθησή, καταδίκης, την πεποίθησή
Traducciones: εγγύηση, σιγουριά, πεποίθηση, διαβεβαίωση, καταδίκη, πεποίθησή, καταδίκης, την πεποίθησή