Desordenado en griego
traducción: desordenado, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
άτακτος, ακατάστατος, χαώδης, διαταραγμένο, διαταραγμένη, διαταραγμένης, διαταραγμένες, άτακτη
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: desordenado
desordenado definicion, desordenado y vacio, desordenado significado, desordenado wikipedia, desordenado descompuesto, desordenado diccionario de idioma griego, desordenado en griego
Traducciones
- desolar en griego - ερημώνω, ρημάζω, καταστρέφω
- desorden en griego - ακαταστασία, αταξία, πάθηση, φασαρία, διαταραχή, διαταραχής, διαταραχές, ...
- desorganizar en griego - αποδιοργανώνω, αποδιοργανώνουν, αποπροσανατολίσουν, αποδιοργανώσει, αναστατώνω
- despabilado en griego - ζωηρός, βάζει, εκοιμήθη, ήταν ξαπλωμένος, ήταν πεσμένος, κοιμήθηκε
palabras al azar
Desordenado en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: άτακτος, ακατάστατος, χαώδης, διαταραγμένο, διαταραγμένη, διαταραγμένης, διαταραγμένες, άτακτη
Traducciones: άτακτος, ακατάστατος, χαώδης, διαταραγμένο, διαταραγμένη, διαταραγμένης, διαταραγμένες, άτακτη