Empleado en griego
traducción: empleado, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
αξιωματικός, στέλεχος, υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: empleado
empleado público extremadura, empleado prosegur, empleado de hogar, empleado cruz roja, empleado publico jcyl, empleado diccionario de idioma griego, empleado en griego
Traducciones
- empirismo en griego - αισθησιαρχία, εμπειριοκρατία, εμπειρισμό, εμπειρισμού, εμπειρισμός
- emplasto en griego - λευκοπλάστης, γύψος, κατάπλασμα, καταπλάσματος, το κατάπλασμα, πανάδα, κατάπλασμα για
- empleador en griego - εργοδότης, εργοδότη, τον εργοδότη, του εργοδότη, εργοδοτών
- emplear en griego - εφαρμόζω, βάζω, αιτούμαι, χρησιμοποιώ, χρήση, χρήσης, τη χρήση, ...
palabras al azar
Empleado en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: αξιωματικός, στέλεχος, υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο
Traducciones: αξιωματικός, στέλεχος, υπάλληλος, εργαζομένων, των εργαζομένων, εργαζόμενος, εργαζόμενο