Empleo en griego

traducción: empleo, diccionario: español » griego

lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
πόστο, επάγγελμα, ταχυδρομώ, υπόθεση, εργασία, δουλειές, κατοχή, κατάληψη, επιχείρηση, δουλειά, δοκάρι, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, εργασίας
Empleo en griego
Palabras relacionadas
otros Idiomas

Palabras relacionadas: empleo

empleo mercadona, empleo publico 2014, empleo malaga, empleo sevilla, empleo castilla y leon, empleo diccionario de idioma griego, empleo en griego

Traducciones

  • empleador en griego - εργοδότης, εργοδότη, τον εργοδότη, του εργοδότη, εργοδοτών
  • emplear en griego - εφαρμόζω, βάζω, αιτούμαι, χρησιμοποιώ, χρήση, χρήσης, τη χρήση, ...
  • empobrecer en griego - φτωχαίνω, αποδυναμώνω, φτωχαίνει, φτωχαίνουμε, φτωχύνει, φτωχαίνουμε εμείς
  • empobrecimiento en griego - εξαθλίωση, φτώχεια, υποβάθμιση, πτώχευση, εξαθλίωσης
palabras al azar
Empleo en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: πόστο, επάγγελμα, ταχυδρομώ, υπόθεση, εργασία, δουλειές, κατοχή, κατάληψη, επιχείρηση, δουλειά, δοκάρι, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, εργασίας