Habilidoso en griego
traducción: habilidoso, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
ικανός, έμπειρος, έμπειρους, ειδικευμένους, εξειδικευμένο, ειδικευμένο
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: habilidoso
habilidoso en ingles, habilidoso significado, habilidoso apm, habilidoso sinonimo, habilidoso rae, habilidoso diccionario de idioma griego, habilidoso en griego
Traducciones
- haber en griego - αμπάρι, έχω, κρατώ, κτήμα, σπίτι, ακίνητο, έχε, ...
- habilidad en griego - φιλοτεχνία, ικανότητα, τέχνη, επιδεξιότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, ...
- habilitar en griego - επιτρέπω, ενεργοποιήσετε, επιτρέψουν, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει
- habitable en griego - κατοικήσιμος, Κατοικήσιμη, κατοικήσιμο, ενδιαιτήσεως, κατοικήσιμα
palabras al azar
Habilidoso en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: ικανός, έμπειρος, έμπειρους, ειδικευμένους, εξειδικευμένο, ειδικευμένο
Traducciones: ικανός, έμπειρος, έμπειρους, ειδικευμένους, εξειδικευμένο, ειδικευμένο