Inhibir en griego
traducción: inhibir, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
παρεμποδίζω, περιορίζω, αναχαιτίζω, αναστέλλουν, αναστέλλει, αναστέλλουν την, παρεμποδίζουν, αναστείλει
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: inhibir
inhibir lactancia, inhibir rae, inhibir significado, inhibir wikipedia, inhibir definicion, inhibir diccionario de idioma griego, inhibir en griego
Traducciones
- inhalación en griego - εισπνοή, εισπνοής, την εισπνοή, όταν εισπνέεται, της εισπνοής
- inhalar en griego - εισπνέω, εισπνέετε, εισπνέουν, εισπνεύσει, εισπνεύσουν
- inhospitalario en griego - αφιλόξενος, αφιλόξενο, αφιλόξενη, αφιλόξενες, αφιλόξενα
- inhumano en griego - απάνθρωπος, απάνθρωπη, απάνθρωπης, απάνθρωπες, απάνθρωπων
palabras al azar
Inhibir en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: παρεμποδίζω, περιορίζω, αναχαιτίζω, αναστέλλουν, αναστέλλει, αναστέλλουν την, παρεμποδίζουν, αναστείλει
Traducciones: παρεμποδίζω, περιορίζω, αναχαιτίζω, αναστέλλουν, αναστέλλει, αναστέλλουν την, παρεμποδίζουν, αναστείλει