Pudor en griego
traducción: pudor, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
απλότητα, σεμνότητα, ταπεινοφροσύνη, ντροπή, μετριοφροσύνη, ατολμία, κρίμα, ντροπαλότητα, δειλία, μετριοπάθεια, σεμνότητας, τη σεμνότητα
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: pudor
pudor en ingles, pudor imdb, pudor sinonimos, pudor rae, pudor significado, pudor diccionario de idioma griego, pudor en griego
Traducciones
- publicista en griego - δημοσιολόγος, αρθρογράφος, αρθρογράφο, πολιτικός αρθρογράφος, πολιτικό αρθρογράφο
- pudiente en griego - πλούσιος, εύπορος, ευκατάστατος, καλά, και, επίσης, καθώς, ...
- pudrirse en griego - φθορά, παρακμή, σαπίζω, παρακμάζω, σαπίλα, σήψης, σήψη, ...
- pudín en griego - πουτίγκα, πουτίγκας, την πουτίγκα, η πουτίγκα, χυλόπιτα
palabras al azar
Pudor en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: απλότητα, σεμνότητα, ταπεινοφροσύνη, ντροπή, μετριοφροσύνη, ατολμία, κρίμα, ντροπαλότητα, δειλία, μετριοπάθεια, σεμνότητας, τη σεμνότητα
Traducciones: απλότητα, σεμνότητα, ταπεινοφροσύνη, ντροπή, μετριοφροσύνη, ατολμία, κρίμα, ντροπαλότητα, δειλία, μετριοπάθεια, σεμνότητας, τη σεμνότητα