Reciente en griego
traducción: reciente, diccionario: español » griego
lenguaje fuente:
español
lengua objetivo:
griego
Traducciones:
φρέσκος, δροσερός, νέος, καινούριος, πρόσφατος, νωπός, ζωντανός, πρόσφατη, πρόσφατες, τα τελευταία, πρόσφατο
Palabras relacionadas
otros Idiomas
Palabras relacionadas: reciente
reciente en ingles, reciente medicamento sustituto del sintrom, reciente segovia, reciente significado, reciente rae, reciente diccionario de idioma griego, reciente en griego
Traducciones
- reciclado en griego - ανακύκλωση, ανακυκλωμένο, ανακυκλώνονται, ανακυκλώνεται, ανακυκλωμένου, ανακυκλωμένα
- reciclaje en griego - ανακύκλωση, ανακύκλωσης, την ανακύκλωση, της ανακύκλωσης, η ανακύκλωση
- recientemente en griego - πρόσφατα, προσφάτως, τελευταία, πρόσφατη
- recinto en griego - διακυμαίνομαι, μάντρα, εμβέλεια, περίφραγμα, φάσμα, εσώκλειστο, περίφραξη, ...
palabras al azar
Reciente en griego - diccionario: español » griego
Traducciones: φρέσκος, δροσερός, νέος, καινούριος, πρόσφατος, νωπός, ζωντανός, πρόσφατη, πρόσφατες, τα τελευταία, πρόσφατο
Traducciones: φρέσκος, δροσερός, νέος, καινούριος, πρόσφατος, νωπός, ζωντανός, πρόσφατη, πρόσφατες, τα τελευταία, πρόσφατο